- υποβρύχιος
- -α, -ο / ὑποβρύχιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Ααυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ.γ. «τὴν δ' ἄνεμος καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», Ομ. Ύμν.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το υποβρύχιο(ναυτ.-στρ.) πλοίο κυρίως πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας2. φρ. α) «ατομικό υποβρύχιο» ή «πυρηνικό υποβρύχιο»(ναυτ.-στρ.) υποβρύχιο που κινείται με πυρηνική ενέργειαβ) «υποβρύχιο καλώδιο»(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) σύνολο από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε περίβλημα και ποντίζονται στον βυθό τής θάλασσας με σκοπό τη μετάδοση σημάτωνγ) «υποβρύχια δραστηριότητα» — κάθε δραστηριότητα που διεξάγεται ή κάτω από την επιφάνεια τού νερού ή στον βυθό, όπως είναι το υποβρύχιο ψάρεμα, η υποβρύχια έρευνα και η κατάδυση σε μεγάλο βάθοςδ) «υποβρύχια καταστροφή» — καταστροφή εχθρικού στόχου κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας ή καταστροφή τού βυθού ή τής θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από φυσικά αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.ε) «υποβρύχια άμυνα»(ναυτ.-στρ.) το σύνολο τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την άμυνα μιας χώρας ή μιας περιοχήςστ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»στρ. ομάδες κατάλληλα εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε σημεία που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια τού νερούαρχ.1. αυτός που βρίσκεται στο βάθος, ο βαθύς («υποβρύχιος βυσσός», Οππ.)2. (για σημεία και όργανα τού σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά κάτω από το δέρμα (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.β. «ὀφθαλμῶν ὑποβρύχιος πόνος» — πόνος εντοπισμένος στο βάθος τού ματιού, Αρετ.)3. (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει σιγά4. μτφ. σκεπασμένος, καλυμμένος («ὑποβρύχιος ὑπὸ τοῡ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)5. φρ. «ὑποβρύχιος πυρετός» — κρυφός πυρετός, πυρετός που ανεβαίνει σιγά σιγά (Ιπποκρ.).επίρρ...υποβρυχίως / ὑποβρυχίως ΝΜΑ, και υποβρύχια Νκάτω σπό την επιφάνεια τού νερούνεοελλ.μτφ. με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί πάντα υποβρυχίως»)αρχ.(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος].
Dictionary of Greek. 2013.